Η ιατρική ευθύνη – ένα άρθρο από μια νομικό για μη νομικούς

Η ιατρική ευθύνη αποτελεί ένα ζήτημα με ιδιαίτερη πρακτική χρησιμότητα και σημασία στην περίπτωση που κανείς βρεθεί στη δυσάρεστη θέση να εμπλακεί σε δικαστική διαμάχη με αντίδικό του έναν ιατρό και αντικείμενο την απόδειξη της συνδρομής περίπτωσης ιατρικού σφάλματος.

Τα κυριότερα ερωτήματα που θα μας απασχολήσουν είναι, σε τι συνίσταται η ευθύνη του ιατρού καθώς και ποιές διαστάσεις έχει αυτή στο νομικό μας σύστημα.

Απαντώντας στο πρώτο ερώτημα, η ευθύνη του ιατρού θα συνίσταται στο ότι αυτός διέπραξε ένα ιατρικό σφάλμα. Και τι εννοούμε με αυτό ; Εννοούμε ότι αν στο πλαίσιο μιας ιατρικής πράξης παραβιασθούν από τον ιατρό οι κανόνες και οι αρχές της ιατρικής επιστήμης και εμπειρίας, αν δηλαδή αποκλίνει ο ιατρός από ένα συγκεκριμένο επαγγελματικό στάνταρτ ή με άλλα λόγια από ένα συγκεκριμένο πρότυπο ποιότητας της ιατρικής υπηρεσίας του μέσου συνετού ιατρού της ειδικότητάς του, τότε ο ιατρός αυτός έχει διαπράξει ιατρικό σφάλμα.

Από τον ανωτέρω ορισμό εξάγουμε κάποια χρήσιμα συμπεράσματα :

α) τα κριτήρια με τα οποία θα εξεταστεί αν ο ιατρός διέπραξε ιατρικό σφάλμα είναι καταρχήν αντικειμενικά. Αυτό πρακτικά σημαίνει ότι από τον ιατρό δεν απαιτούνται υπεράνθρωπα πράγματα. Το ιατρικό σφάλμα που διέπραξε θα εξεταστεί με κριτήριο την επιμέλεια που θα επιδείκνυε, υπό τις δεδομένες πάντα περιστάσεις, όχι κάποιος κορυφαίος στην επιστήμη του ιατρός, αλλά ο μέσος συνετός ιατρός της ειδικότητάς του. Αλλά ακόμη και ο «κορυφαίος» ιατρός,  το αν διέπραξε ή όχι ιατρικό σφάλμα δεν θα κριθεί με βάση τις δικές του επιδόσεις, αλλά πάλι με την επιμέλεια που θα έπρεπε να δείξει στη συγκεκριμένη περίπτωση ο μέσος συνετός ιατρός της ειδικότητάς του. Με άλλα λόγια δεν θα ευθύνεται περισσότερο ένας χειρούργος από έναν άλλον,  επειδή έχει αποδειχτεί ότι είναι εξαιρετικός σε μια συγκεκριμένη επέμβαση ή επειδή έχει κάνει περισσότερες σπουδές και άρα έχει πιο εξειδικευμένες γνώσεις πάνω στο αντικείμενό του.

Η διαπίστωση βέβαια αυτή, δεν μπορεί να μας οδηγήσει και στο εντελώς αντίθετο συμπέρασμα, ήτοι να προσδιορίζουμε την έννοια του ιατρικού σφάλματος αποκλειστικά και μόνο με βάση το συνήθως συμβαίνον, δηλαδή με βάση  τη συνήθη πρακτική.

Η ανωτέρω παραδοχή εξηγείται καλύτερα με ένα παράδειγμα που απαντάται συχνά και στη βιβλιογραφία. Πρόκειται για την υπόθεση ασθενούς, που κατά τη διάρκεια απονεύρωσης κατάπιε οδοντιατρικές ίνες (βελόνες που χρησιμοποιούνται στην απονεύρωση), διότι ο οδοντίατρος παρέλειψε να χρησιμοποιήσει την ώρα του ιατρικού εγχειρήματος, προστατευτικό στόματος. Καίτοι από όλη την αποδεικτική διαδικασία κατά τη διάρκεια της δίκης, αποδείχτηκε ότι το συνήθως συμβαίνον κατά την απονεύρωση, είναι να μην χρησιμοποιείται από τους οδοντιάτρους  προστατευτικό στόματος, το Δικαστήριο καταδίκασε τον ιατρό. Κατά το σκεπτικό του Δικαστηρίου, ο ιατρός ευθύνεται διότι εν προκειμένω  η συνήθης πρακτική, αποκλίνει από τους κανόνες της ιατρικής επιστήμης. Δεν μπορεί λοιπόν η συνήθης πρακτική, εάν δεν είναι η ενδεδειγμένη, να αναιρέσει  τους κανόνες της ιατρικής επιστήμης.

β)  ένα άλλο συμπέρασμα που εξάγουμε από τον ως άνω ορισμό του ιατρικού σφάλματος είναι  ότι, το αν αποτελεί μια ιατρική πράξη ιατρικό σφάλμα ή όχι δεν θα κριθεί ποτέ από το αποτέλεσμα. Σύμφωνα και με τη θεωρία και τη νομολογία των Δικαστηρίων,  από τον ιατρό δεν απαιτείται να φέρει ένα συγκεκριμένο θετικό αποτέλεσμα. Δηλαδή με άλλα λόγια η αποτυχημένη ιατρική πράξη δεν είναι κατ΄ ανάγκη μια πράξη που μπορεί να χαρακτηριστεί ιατρικό σφάλμα.  Ο ιατρός είναι μόνο υποχρεωμένος να εφαρμόσει με συνέπεια και υπευθυνότητα μια συγκεκριμένη ιατρική θεραπεία ή να πραγματοποιεί μια χειρουργική επέμβαση, χωρίς τη δυνατότητα εγγύησης για την επιτυχία της και χωρίς τη γέννηση ευθύνης σε περίπτωση αποτυχίας του εγχειρήματος.  Άλλοις λόγοις, ο ιατρός δεν είναι υποχρεωμένος να φέρει ένα θετικό αποτέλεσμα, αλλά απλώς να παράσχει με κάθε επιμέλεια τις φροντίδες του για να το επιτύχει. Η γαλλική θεωρία χαρακτηρίζει την ιατρική υποχρέωση ως υποχρέωση παροχής μέσων και όχι ως υποχρέωση αποτελέσματος. Είναι δηλαδή αυτό που λέμε με απλά λόγια η εγχείρηση πέτυχε αλλά ο ασθενής απεβίωσε. Κι αυτό είναι απόλυτα λογικό, αν σκεφτεί κανείς ότι ο ιατρός έχει να αντιμετωπίσει έναν ανθρώπινο οργανισμό, που ειδικά ως προς τα θέματα της υγείας εξελίσσεται απρόβλεπτα.

Ειδικότερα, η υγεία του ασθενούς μπορεί να έχει άλλοτε απρόσμενη ραγδαία επιδείνωση και άλλοτε ευχάριστη αναιτιολόγητη βελτίωση, καθόσον η ψυχολογία του ασθενούς είναι σε αρκετές περιπτώσεις καταλυτική. Επίσης μπορεί  να πρόκειται για μια ανίατη ασθένεια ή για μια σπάνια ανατομική ιδιομορφία του ασθενούς ή για μια εξαιρετική ευπάθεια την οποία ακόμα και αν ο ιατρός καταβάλει την κάθε δυνατή επιμέλεια, να μην μπορεί να ελέγξει ή να προβλέψει.

Χαρακτηριστική, πάλι από τη βιβλιογραφία,  είναι η υπόθεση «ηπαρίνη». Στην υπόθεση αυτή, ασθενής στον οποίο ακολουθήθηκε η απολύτως ενδεδειγμένη ιατρική συμπεριφορά, εμφάνισε, λόγω της συμπεριφοράς αυτής, τα εντελώς αντίθετα από τα αναμενόμενα αποτελέσματα. Πιο συγκεκριμένα, η χορήγηση ηπαρίνης χαμηλού μοριακού βάρους για την πρόληψη θρομβώσεων μετά από ολική αρθοπλαστική του ισχίου είναι καταρχήν επιβεβλημένη, λόγω αυξημένου σε ποσοστό 51% κινδύνου φλεβικής θρόμβωσης των κάτω άκρων. Όμως στο 0,5 % των ασθενών διαπιστώθηκε ότι αναπτύσσονται, μετά τη λήψη της ηπαρίνης, αντιηπαρινικά αντισώματα που προκαλούν συγκόλληση αιμοπεταλίων και ενεργοποίηση του μηχανισμού της πήξης του αίματος με αποτέλεσμα τη μείωση των αιμοπεταλίων στο αίμα (θρομβοπενία) και τη δημιουργία θρόμβων σε φλέβες ή και σε αρτηρίες. Δηλαδή στο ελάχιστο αυτό ποσοστό, η χορήγηση ηπαρίνης έχει ακριβώς τα αντίθετα αποτελέσματα. Στην υπόθεση «ηπαρίνη» ο ασθενής, ανήκε σε αυτό το εξαιρετικό ποσοστό του 0, 5%, ήτοι αποτελούσε μια εξαιρετικά απρόβλεπτη και σπάνια περίπτωση που ο μέσος συνετός ιατρός της ειδικότητάς του δεν θα μπορούσε να είχε προβλέψει, εξ ου και το αποτέλεσμα της δίκης ήτο αθωωτικό για τον ιατρό.

Σε ότι αφορά τώρα το δεύτερο ερώτημα μας, αυτό των διαστάσεων της ιατρικής ευθύνης στο ελληνικό δίκαιο, δέον όπως καταρχήν επισημάνουμε ότι η ευθύνη του ιατρού για κάποια πράξη ή παράλειψή του είναι τρισδιάστατη και διαχωρίζεται σε αστική, ποινική και πειθαρχική.

Στην πειθαρχική ευθύνη εντάσσονται όλες οι δημοσίου δικαίου δυσμενείς συνέπειες για τον ιατρό, οι οποίες συνδέονται με τα προβλεπόμενα στο νόμο πειθαρχικά παραπτώματα και επιβάλλονται στον ιατρό είτε από πειθαρχικά όργανα του επαγγελματικού συλλόγου στον οποίο ανήκει είτε του Δημοσίου ή Ν.Π.Δ.Δ.( Νοσοκομείου) προς τα οποία παρέχει τις υπηρεσίες του.

Όσον αφορά την ποινική ευθύνη του ιατρού, εν προκειμένω ο ασθενής στρέφεται κατά του ιατρού στα ποινικά δικαστήρια και ζητά την ποινική του καταδίκη, με βασική κατηγορία ότι ο ιατρός από  αμέλεια του, δηλαδή από διάπραξη ιατρικού σφάλματος, προκάλεσε τη σωματική βλάβη του ασθενούς. Και πάλι εάν πρόκειται για θάνατο ασθενούς, στα ποινικά δικαστήρια θα στραφούν οι στενοί συγγενείς ζητώντας τη καταδίκη του ιατρού για ανθρωποκτονία εξ αμελείας.

Όσον αφορά την αστική ευθύνη του ιατρού ο ασθενής στρέφεται κατά του ιατρού στα πολιτικά δικαστήρια με αγωγή, εγείροντας χρηματικές αξιώσεις. Την  αγωγή του αυτή ο ασθενής, σύμφωνα με το δικό μας (δηλαδή το εθνικό) νομικό πλέγμα ρυθμίσεων, δύναται να τη θεμελιώσει σε τρεις (3) νομικές βάσεις, όπως τις αποκαλούμε.

α) Η πρώτη νομική βάση είναι η ενδοσυματική ευθύνη του ιατρού, δηλαδή ευθύνη από σύμβαση. Σύμφωνα με τον αστικό μας κώδικα, κάθε οφειλέτης που αναλαμβάνει μια συμβατική υποχρέωση  έναντι του δανειστή του, οφείλει να την εκτελέσει με άρτιο και προσήκοντα τρόπο και εν συνεχεία ο δανειστής θα οφείλει το συμβατικό τίμημα. Αν όμως ο οφειλέτης εκτελέσει τη σύμβαση πλημμελώς θα ευθύνεται σε αποζημίωση του δανειστή. Στο χώρο του ιατρικού δικαίου αυτό μεταφράζεται ως εξής : Ο ασθενής – δανειστής,  επιθυμώντας τη θεραπεία του επιλέγει τον ιατρό του ή επιλέγει μεταξύ ενός συγκεκριμένου αριθμού ιατρών που του προσφέρει ο ασφαλιστικός του φορέας για να του παρέχει μια ιατρική υπηρεσία. Από την άλλη ο ιατρός –οφειλέτης αποδέχεται τον ασθενή υπό την επαγγελματική του ιδιότητα, ως αντισυμβαλλόμενο του και αναλαμβάνει την υποχρέωση να εκτελέσει την ιατρική υπηρεσία με τον προσήκοντα τρόπο. Μεταξύ λοιπόν των δύο συνάπτεται μια σύμβαση, (κατά κόρον άτυπα) η οποία από τη θεωρία έχει επικρατήσει ορθά να χαρακτηρίζεται με τον όρο «σύμβαση ιατρικής αγωγής». Ο όρος αυτός θεωρήθηκε ο προσφορότερος για να περιγράψει τη σχέση αυτή που πάνω απ’ όλα αποτελεί σύνδεσμο υψηλής εμπιστοσύνης, διότι περιλαμβάνει κάθε εκδήλωση   ιατρικής   πράξης   από   την   πρόληψη,   τη   διάγνωση,   την ενημέρωση, τη θεραπεία μέχρι και τη μεταθεραπευτική αγωγή. Εάν τώρα ο ιατρός παραβιάσει τις συμβατικές υποχρεώσεις που έχει αναλάβει έναντι του ασθενούς, εάν δηλαδή παρέχει τις υπηρεσίες του πλημμελώς ή με άλλα λόγια αν διαπράξει ιατρικό σφάλμα, τότε ευθύνεται σε αποζημίωση του ασθενούς για πλημμελή εκπλήρωση της σύμβασης που έχει «συνάψει» με τον ασθενή.

β) Δεύτερη νομική βάση επί της οποίας δύναται να θεμελιωθεί η ευθύνη του ιατρού είναι η αδικοπρακτική ευθύνη, δηλαδή, με απλά λόγια, η ευθύνη του ιατρού επειδή διέπραξε κάτι που δεν είναι νόμιμο και δίκαιο και έτσι έβλαψε ένα προστατευόμενο αγαθό του ασθενούς, που θα είναι η ζωή ή υγεία του.

Πιο συγκεκριμένα, σύμφωνα πάλι με τον αστικό μας κώδικα, «όποιος ζημιώσει τον άλλο παράνομα και υπαίτια οφείλει να τον αποζημιώσει». Εδώ όπως βλέπουμε δεν απαιτείται να έχει προηγηθεί η «σύναψη σύμβασης» μεταξύ του ζημιώσαντος και του ζημιωθέντος, αλλά αρκεί να υπάρχει κάποιος ο οποίος με παράνομο και υπαίτιο τρόπο ζημίωσε, δηλαδή προξένησε βλάβη σε κάποιον άλλο και τότε ο ζημιώσας θα ευθύνεται σε αποζημίωση. Εάν μεταφέρουμε τον εν λόγω κανόνα στο χώρο του ιατρικού δικαίου, ο ιατρός, διαπράττοντας ιατρικό σφάλμα, ζημιώνει με παράνομο και υπαίτιο τρόπο τον ασθενή, επιφέροντας βλάβη στο έννομο αγαθό της υγείας του και άρα κατ΄ επέκταση οφείλει να τον αποζημιώσει. Σύμφωνα με όσα αναφέραμε, προϋποθέσεις της αδικοπρακτικής ευθύνης που μάλιστα πρέπει να συντρέχουν σωρευτικά, είναι οι ακόλουθες :  α) να υπάρχει ιατρική πράξη, β) η ιατρική πράξη να είναι παράνομη και υπαίτια, δηλαδή να συντρέχει ιατρικό σφάλμα, γ) να υπάρχει ζημία του ασθενούς, δηλαδή βλάβη της υγείας του ή θάνατος, δ) και αιτιώδης συνάφεια μεταξύ του ιατρικού σφάλματος και της βλάβης, δηλαδή με άλλα λόγια η διενέργεια του ιατρικού σφάλματος να είναι εκείνη που οδήγησε στη βλάβη της υγείας του ασθενούς. Η νομική αυτή βάση, είναι ιδιαιτέρως χρήσιμη, για την περίπτωση που για παράδειγμα ο ασθενής δεχτεί τις υπηρεσίες του εφημερεύοντος ιατρού , σε μια κατεπείγουσα διακομιδή του στο νοσοκομείο. Σε αυτή την περίπτωση μεταξύ ασθενούς και ιατρού δεν έχει προηγηθεί κάποια σύμβαση (συμφωνία) εντούτοις , ο ο ιατρός παρείχε τις ιατρικές του υπηρεσίες και άρα εάν ζημιώσει την υγεία του ασθενούς, θα οφείλει, δυνάμει της αδικοπρακτικής ευθύνης, να τον αποζημιώσει.

γ) η τρίτη πηγή ευθύνης του ιατρού είναι η ευθύνη του ως παρέχοντα ιατρικές υπηρεσίες στον ασθενή – καταναλωτή. Την εν λόγω ευθύνη προβλέπει το άρθρο 8 του ν. 2251/94 (νόμος για την προστασία του καταναλωτή), όπως τροποποιήθηκε από το νόμο 3587/2007 και ισχύει σήμερα. Σύμφωνα με το άρθρο 8 του εν λόγω νόμου : «1. Ο παρέχων υπηρεσίες ευθύνεται για κάθε περιουσιακή ζημία ή ηθική βλάβη που προκάλεσε παράνομα και υπαίτια, με πράξη ή παράλειψη του, κατά την παροχή αυτών στον καταναλωτή. Ως παρέχων υπηρεσίες νοείται όποιος, στο πλαίσιο της άσκησης επαγγελματικής δραστηριότητας, παρέχει υπηρεσία, κατά τρόπο ανεξάρτητο». Στη συγκεκριμένη περίπτωση η ευθύνη του ιατρού θα θεμελιώνεται στην ιδιότητά του ως παρέχοντα υπηρεσίες, εν προκειμένω ιατρικές υπηρεσίες και από την άλλη πλευρά θα έχουμε τον ασθενή καταναλωτή, ο οποίος δέχεται τις υπηρεσίες του ιατρού και ο οποίος δικαιούται να ζητήσει αποζημίωση σε περίπτωση που κατά την παροχή αυτών των υπηρεσιών,  ο ιατρός του προξένησε κάποια βλάβη περιουσιακή ή ηθική.

Η υπαγωγή καταρχήν της ιατρικής ευθύνης στις διατάξεις του αρ. 8 του ν.2251/94, ουδέποτε τέθηκε υπό αμφισβήτηση στην ελληνική θεωρία, μια και αντίθετη ερμηνεία δεν μπορεί επαρκώς να τεκμηριωθεί. Πιο συγκεκριμένα ο προσφέρων υπηρεσία στα πλαίσια της επαγγελματικής του δραστηριότητας ιατρός ο οποίος λειτουργεί ανεξάρτητα και δύναται ελεύθερα ως επιστήμονας να επιλέγει τα μέσα για την εκτέλεση της, χωρίς να υπάγεται σε σχετικές εντολές, οδηγίες ή υποδείξεις του αποδέκτη της υπηρεσίας ή άλλων προσώπων, υπάγεται στο πραγματικό της έννοιας της παροχής υπηρεσιών κατά τη διάταξη του άρθρου 8 του ανωτέρω νόμου.

Σε ποια από τις τρείς βάσεις θα θεμελιώσει ο ασθενής την αγωγή του, είναι ζήτημα συναπόφασης με το χειριστή της υπόθεσης δικηγόρο και τελεί σε συνάρτηση διαφόρων παραγόντων.  Πάντως,  μεταξύ της ενδοσυμβατικής και αδικοπρακτικής ευθύνης,  σύμφωνα και με τη νομολογιακή πρακτική, προτιμάται η αδικοπρακτική ευθύνη, διότι εφόσον ο ασθενής επικαλεστεί συμβατική ευθύνη του γιατρού θα πρέπει να αρκεστεί μόνο στο να ζητήσει αποζημίωση για την  περιουσιακή του ζημία και δεν θα μπορέσει να αξιώσει αποζημίωση για ηθική βλάβη, ενώ εφόσον τελικά επιλέξει τη λύση της αδικοπραξίας, τότε θα μπορέσει να ικανοποιήσει και την αξίωση για ηθική βλάβη.

Τα ανωτέρω αποτελούν ειδικότερα νομικά ζητήματα που δεν θα αντιμετωπισθούν εδώ. Αυτό που όμως μπορεί ο αναγνώστης να κρατήσει από την προηγηθείσα ανάλυση, είναι η έννοια της ύπαρξης της ιατρικής ευθύνης και οι δικονομικές  δυνατότητες του ασθενούς να αναζητήσει «ευθύνες» για την περίπτωση που κατά τη διενέργεια μιας ιατρικής πράξης, λάβει χώρα ιατρικό σφάλμα.

Κατερίνα Γεωργούντζου

Δικηγόρος Αθηνών,  ΑΜΔΣΑ : 25812

Παρ΄ Αρείω Πάγω, LL.M. Heidelberg

ΙΘΑΚΗΣ 51 ΑΘΗΝΑ,  τηλ: 6974006965

email : katygeorgountzou@gmail.com

Απόφοιτος ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΠΑΙΔΕΙΑΣ , 1996

Start typing and press Enter to search